- ἔνισχνος
- ἔν-ισχνος, etwas mager, schlank
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ένισχνος — ἔνισχνος, ον (Α) [ισχνός] κάπως ισχνός, λεπτός, μακρουλός … Dictionary of Greek
ἐνίσχνους — ἔνισχνος somewhat thin masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνισχνα — ἔνισχνος somewhat thin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… … Dictionary of Greek